- βαθυλείμων
- βᾰθῠλείμων1 in deep meadows i. e. deep in the meadows. ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Hartung: βαθυλείμωνα πέτραν codd.) P. 10.15
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαθυλείμων — βαθύλειμος masc/fem/neut gen pl βαθύλειμος masc/fem nom/voc sg βαθυλείμων surrounded by rich meadows masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυλείμονα — βαθύλειμος masc/fem acc sg βαθυλείμων surrounded by rich meadows neut nom/voc/acc pl βαθυλείμων surrounded by rich meadows masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύλειμον — βαθύλειμος masc/fem acc sg βαθύλειμος neut nom/voc/acc sg βαθυλείμων surrounded by rich meadows masc/fem voc sg βαθυλείμων surrounded by rich meadows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύλειμος — βαθύλειμος, ον και βαθυλείμων, ον (Α) εκείνος που περιβάλλεται από πλούσια λιβάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + λειμών «λιβάδι»] … Dictionary of Greek
λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… … Dictionary of Greek